- εὐλογιστίας
- εὐλογιστίᾱς , εὐλογιστίαcircumspectionfem acc plεὐλογιστίᾱς , εὐλογιστίαcircumspectionfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευλογιστία — εὐλογιστία, ἡ (ΑΜ) [ευλόγιστος] μσν. η ενέργεια τού ευλογώ, ο καλός λόγος αρχ. φρόνηση, σύνεση, περίσκεψη («χρηστότης ἤθους ἀπλαστία μετ εὐλογιστίας», Πλάτ.) … Dictionary of Greek